- συνταξιδεύω
- συνταξίδεψα, ταξιδεύω μαζί με κάποιον: Συνταξίδευε με ένα φίλο του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συνταξιδεύω — συνταξιδεύω, συνταξίδεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνταξιδεύω — Ν ταξιδεύω μαζί με κάποιον με το ίδιο μέσο μεταφοράς … Dictionary of Greek
συμπεριοδεύω — Α [περιοδεύω] 1. ακολουθώ την πορεία κάποιου 2. (κατ επέκτ.) ταξιδεύω μαζί με άλλον, συνταξιδεύω 3. παθ. συμπεριοδεύομαι (για τόπο) περιγράφομαι επίσης κατά την περιοδεία κάποιου («τούτῳ δέ τινα συμπεριωδεύθη καὶ τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Αιθιοπίας»,… … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
συνεποχούμαι — έομαι Μ [ἐποχοῡμαι] ταξιδεύω μαζί με άλλον στο ίδιο όχημα, συνταξιδεύω … Dictionary of Greek
συνναυστολώ — έω, Α συνταξιδεύω με άλλον στο ίδιο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ναυστολῶ «ταξιδεύω με πλοίο»] … Dictionary of Greek